- ατύχημα
- το, -ατοςδυσάρεστο τυχαίο γεγονός, δυστύχημα, αναποδιά: Στη ζωή του είχε πολλά ατυχήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀτύχημα — misfortune neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατύχημα — Όρος ο οποίος στο ιατρικό νομικό λεξιλόγιο σημαίνει κάθε ακούσιο και απροσδόκητο αποτέλεσμα στον ανθρώπινο οργανισμό. Η συγκριτική μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων για τα ποσοστά θνησιμότητας εξαιτίας α. σε 42 χώρες επιτρέπει τη διαπίστωση ότι τα… … Dictionary of Greek
τἀτύχημ' — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg ἀ̱τύχημαι , ἀτυχέω to be unfortunate perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτύχημα — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτύχημ' — ἀτύχημα , ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc sg ἀ̱τύχημαι , ἀτυχέω to be unfortunate perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχημάτων — ἀτύχημα misfortune neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήμασι — ἀτύχημα misfortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήμασιν — ἀτύχημα misfortune neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήματα — ἀτύχημα misfortune neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυχήματι — ἀτύχημα misfortune neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)